θεοπρεποῦς

θεοπρεποῦς
θεοπρεπής
meet for a god
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • боголѣпьныи — (40) пр. Достойный бога, подобающий богу: Аще кто... раздѣлѩѥть гласы. или ѡ х҃ѣ ѡ(т) ст҃хъ гл҃емыѩ. или ѡ(т) самого х҃а. о себе. и ѡва оубо ˫ако чл҃вку ѡ(т) б҃жиѩ слова ѡсобно разумѣваѩ прѣлагають. б҃олѣпныѩ же иже ѡ(т) б҃а. оц҃а словоу. да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”